θερμοπυρηνικός

θερμοπυρηνικός
η , ό[ν] термоядерный;

θερμοπυρηνικά όπλα — термоядерное оружие


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θερμοπυρηνικός" в других словарях:

  • θερμοπυρηνικός — Αυτός που αναφέρεται στο φαινόμενο της πυρηνικής σύντηξης, κατά το οποίο δύο ελαφροί ατομικοί πυρήνες συνενώνονται και σχηματίζουν έναν βαρύτερο ατομικό πυρήνα. Η πυρηνική αντίδραση της σύντηξης πυρήνων ελαφρών στοιχείων, από το υδρογόνο έως τον… …   Dictionary of Greek

  • θερμοπυρηνικός — ή, ό 1. που αναφέρεται σε πυρηνικές αντιδράσεις μεταξύ ελαφρών στοιχείων οι οποίες πραγματοποιούνται με τη χρήση πολύ υψηλών θερμοκρασιών. 2. φρ., «θερμοπυρηνική βόμβα» ή «βόμβα υδρογόνου» ή «βόμβα Η», τύπος πυρηνικού βλήματος που προκαλεί, με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»